Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυχιάζω — 1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω 2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά] … Dictionary of Greek
νυχιάζω — νύχιασα, γρατσουνίζω με το νύχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)